- ἰάσπιδας
- ἴασπιςjasperfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα … Dictionary of Greek